-
1 λεπτό
[лэпто] ουσ. о. минута,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεπτό
-
2 минута
-ы θ.1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•
сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•
подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•
с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.
2. η στιγμή•роковая минута μοιραία στιγμή•
решительная минута αποφασιστική στιγμή•
в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•
в данную -у στη δοσμένη στιγμή•
на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•
настоящая минута αυτή η στιγμή•
в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•
в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).
3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.εκφρ.в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•- у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό). -
3 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
4 тонкий
тонкий прям., лерен. λεπτός; \тонкийая талия η λεπτή μέση; \тонкийая ткань το λεπτό ύφασμα; \тонкий вкус το λεπτό γούστο; \тонкийая работа η λεπτή δουλειά* * *прям. перен.то́нкая та́лия — η λεπτή μέση
то́нкая ткань — το λεπτό ύφασμα
то́нкий вкус — το λεπτό γούστο
то́нкая рабо́та — η λεπτή δουλειά
-
5 дымка
-и θ.1. λεπτό στρώμα σαν καπνός•дымка тумана λεπτό στρώμα ομίχλης.
|| μτφ. λεπτό στρώμα.2. λεπτό ύφασμα (διαφανές). -
6 поминутный
επ.1. με το λεπτό, για κάθε λεπτό•-ая плата πληρωμή με το λεπτό.
2. συχνός, ασταμάτητος, κάθε λεπτό επαναλαβαινό-μενος. -
7 тонкий
επ., βρ: -нон, -нка, -нко; тоньше; тончайший.1. λεπτός, ψιλός, φτενός, λιανός•-ие нитки λεπτές κλωστές•
тонкий слой λεπτό στρώμα•
-ая ткань λεπτό ύφασμα.
|| αραιός, άπυ-κνος•тонкий туман αραιή ομίχλη.
|| μτφ. υψηλός, οξύς•тонкий голос λεπτή φωνή.
2. μτφ. εύθραυστος• ευπαθής•тонкий механизм λεπτός μηχανισμός.
|| λεπτομερής, λεπτομερειακός•-ие знания οι λεπτομερείς γνώσεις•
-ая критика λεπτή κριτική•
тонкий анализ λεπτομερειακή ανάλυση.
3. μτφ. δυσδιάκριτος, δυσπαρατήρητος•-ие оттенки красок λεπτές αποχρώσεις χρωμάτων• тонкийтонкийие различия λεπτές διακρίσεις•
тонкий запах λίγη μυρουδιά•
тонкий юмор λεπτό χιούμορ•
тонкий намк λεπτός υπαινιγμός,
4. μτφ. φίνος, ντελικάτος• σεμνοπρεπής,5. ευαίσθητος• οξύς•тонкий слух οξεία ακοή•
-ое обоняние οξεία όσφρηση.
6. μτφ. εύστροφος, οξύνους, σπιρτόζος.εκφρ.- ая кишка – το λεπτό έντερο•тонкий сон – ελαφρός ύπνος•тонкий яд – βραδυενεργό δηλητήριο. -
8 минута
мину́т||аж в разн. знач. τό λεπτό, ἡ στιγμή:десять мину́т пятого τέσσαρες καί δέκα (λεπτά)· без двадцати́ мину́т восемь ὁχτώ παρά είκοσι· через пять I мину́т я ухожу́ μετά πέντε λεπτά φεύγω· через пять мину́т будь готов σέ πέντε λεπτά νά είσαι ἔτοιμος· в данную \минутау αὐτή τή στιγμή· в последнюю \минутау τήν τελευταία στιγμή· \минута в \минутау ἀκριβῶς στήν ῶρα· с \минутаы на \минутау ἀπό στιγμή σέ στιγμή· в одну́ \минутау μέσα σ· ἕνα λεπτό, σέ μιά στιγμή· подождите одну́ \минутау περιμένετε μιά στιγμή· сию \минутау ἀμέσως, μιά στιγμή· каждую \минутау κάθε λεπτό· с той \минутаы ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, ἀπό τότε· в свободную \минутау σ'ἐλεύθερη ὠρα, ὀταν θά ἔχω καιρό· у меня нет ни одной свободной \минутаы δέν ἔχω ἐλεύθερη ὁὔτε μιά στιγμή. -
9 минута
1. (единица измерения времени) το λεπτό, η στιγμήтарифная - προς πληρωμή^), η ταρίφα (ξεν.)2. (единица измерения углов и дуг) το λεπτό της μοίρας/του τόξου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минута
-
10 плёнка
1. (тех., фото) η ταινία, το φίλμ (ξεν.)заряжать - у кфт. οπλίζω την -целлофановая - πλαστική - κελλοφάνης/σε-λοφάνης(για σακκούλες κ.λπ.)2. (оболочка, тонкий слой чего-л.) το λεπτό στρώμαобволакивать - ой καλύπτω/επικαλύπτω με -покровная кож. - επικάλυψης3. (тонкая кожица, ткань) о υμένας, ο υμήν 4. бот. το λέπυρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плёнка
-
11 минута
минута ж το λεπτό ( της ώρας)· без двадцати минут три τρεις παρά είκοσι· десять минут пятого τέσσερις και δέκα ◇ сию \минутау αμέσως* * *жτο λεπτό (της ώρας)без двадцати́ мину́т три — τρεις παρά είκοσι
де́сять мину́т пя́того — τέσσερις και δέκα
••сию́ мину́ту — αμέσως
-
12 секунда
-ы θ.1. δευτερόλεπτο της ώρας ή μοίρας.2. (μουσ.) το διάστημα μεταξύ δυο φθόγγων. || (μουσ.) το σεγκόντο.εκφρ.в (одну) -у – στο λεπτό, σ ένα λεπτό•секунда в -у – α) κατά δευτερόλεπτο, β) στο δευτερόλεπτο (αμέσως, πάραυτα)•одну -у – (περίμενε) ένα δευτερόλεπτο. -
13 тонкошёрстный
κ. тонкошрстыйεπ.που έχει λεπτό τρίχωμα. || από λεπτό μαλλί. -
14 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
15 ватт-минута
το1. βατ σε 1. λεπτό, το βατόλεπτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ватт-минута
-
16 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
17 заполнитель
1. (для бетона, раствора и т.п.) το πρόσμειγμα, το υλικό πλήρωσης' естественный - φυσικό -мелкий - λεπτό -, ψιλό -2. (для пластмасс, резины) το υλικό γόμωσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заполнитель
-
18 канатик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > канатик
-
19 кишка
анат. το έντεροпрямая - το ορθόν, απευθυσμένο/ευθύ -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кишка
-
20 лист
1. (материала) το έλασμα, το φύλλο (του υλικού)- αμιάντουкрайний междудонный - мор. ακραίο - διπυθμένουоцинкованный - γαλβάνιζε (ξεν.)соединительный - стр. συνδετικό -сплошной - стр. συνεχές -2. (единица измерения печатной продукции) το φύλλ/ο, το χαρτί, η κόλλαбумажный - χαρτιού, η κόλλαволнистый - см. гофрированный3. (у растений) το φύλλοалександрийский - бот. см сенна виноградный - το αμπελόφυλλοчайный - του τσαγιού/τειου 4 (исполнительный) юр. το ένταλμα (εκτέλεσης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лист
См. также в других словарях:
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
λεπτό έντερο — Βλ. λ. έντερο … Dictionary of Greek
λεπτό — το 1. το εκατοστό του ευρώ: Μου κόστισε μόνο πέντε ευρώ και είκοσι λεπτά. 2. το εξηκοστό της ώρας: Πέρασαν σαράντα λεπτά κι ακόμα να φανεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
δροσός — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… … Dictionary of Greek
δρόσος — Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο,… … Dictionary of Greek
λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις … Dictionary of Greek
ακροδέα — Λεπτό αλλά πολύ ισχυρό σχοινί που χρησιμεύει για να συγκρατεί τα φουσκωμένα τετράγωνα πανιά των ιστιοφόρων. Οι ναυτικοί τα ονομάζουν, στον πληθυντικό, αμορόζες. Διακρίνονται σε α. δεσίματος και σε α. μούδας (σχοινιά που συγκρατούν τα πανιά σε… … Dictionary of Greek
μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… … Dictionary of Greek
μέση πλάκα — Λεπτό μεσοκυττάριο στρώμα, το οποίο συντίθεται από πολυσακχαρίτες, που καλούνται πηκτίνες. Η μ.π. χρησιμεύει στο να συγκρατεί τα φυτικά κύτταρα μεταξύ τους, ενώ εκατέρωθέν της εναποτίθενται τα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος των γειτονικών… … Dictionary of Greek